μελάμπυρον

μελάμπυρον
μελάμ-πῡρον, τό,
A ball-mustard, Neslia paniculata, Thphr.HP8.4.6, Gal.6.552 (also [suff] μελάμ-πῡρος, , Thphr.HP8.8.3).
II = μύαγρον, Dsc.4.116.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μελάμπυρον — ball mustard neut nom/voc/acc sg μελάμπυρος ball mustard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάμπυρο — το (Α μελάμπυρον, τὸ και μελάμπυρος, ὁ) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαρίδες και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη επιβλαβών ημιπαρασιτικών ζιζανίων τού Βόρειου Ημισφαιρίου… …   Dictionary of Greek

  • μύαγρος — ο (Α μύαγρος) νεοελλ. ζωολ. είδος πτηνού τής οικογένειας μυγοθήρες αρχ. 1. φίδι που πιάνει τα ποντίκια 2. το φυτό μελάμπυρον 3. το φυτό μυάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. θήραγρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”